Έφτασα σ' ένα τεράστιο κτίριο, όμορφο σαν ξεθωριασμένο παλάτι. Και ήταν. Το θησαυροφυλάκιο του πιο κομψού και γλυκομίλητου λήσταρχου, διακοσμημένο με αρχαιοελληνικού ρυθμού κίονες στην πρόσοψη. Μπήκα μέσα και θαμπώθηκα από τη λάμψη του χρυσού, από τον όγκο της λαξευμένης πέτρας, απ' τους αμέτρητους και ξεχασμένους πια θεούς που σε κοιτάζουν μέσα από κόγχες αδειανών ματιών.
Περιπλανήθηκα για ώρες μέσα σε αίθουσες ασφυκτικά γεμάτες με θησαυρό. Τόσα πολλά είχαν μαζέψει, μέσα σε εκατοντάδες χρόνων αποικιοκρατίας, που αγάλματα θεών και θνητών, κοσμήματα και κόκκαλα βασιλιάδων κι αυλικών, τάφοι, ακόμα και ολόκληροι ναοί, ήταν παρατεταγμένοι πλάι-πλάι για να χωρέσουν στις ψηλοτάβανες αίθουσες.

Κάθε πόρτα που περνάει κανείς οδηγεί στην επόμενη πόρτα κι εγώ ταξίδευα πίσω στο χρόνο. Είδα πλάσματα μυθικά και νεκρούς που αρνιούνται να ξεχαστούν. Έμαθα πολλά, όμως δεν ένιωσα αρκετά. Κοίταξα κατάματα τον Όσιρι, μου χαμογέλασε φευγαλέα η Αστάρτη, με σημάδεψε μ' ένα κεραυνό ο Δίας. Όμως ήταν όλοι τους νεκροί, παγωμένοι, άψυχες πέτρες. Μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν και είχαν για κάποιους, κάποτε, κάποια σημασία. Εκεί που βρίσκονται τώρα είναι απλά γλυπτά χωρίς να περιβάλλονται από την αύρα του μαγικού τους παρελθόντος. Δεν ένιωσα κανένα δέος παρά μόνο λύπη. Το θαυμαστό παλάτι που βρήκα ήταν τελικά μια λειψανοθήκη.
Το μουσείο αντί ναός των Μουσών ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων μια πλούσια (ωστόσο χωρίς ουσία) γκαλερύ αρχαίας γλυπτικής αλλά στην πραγματικότητα ένα θλιβερό μνημείο. Ένα μνημείο αιώνων αποικιοκρατίας και τυχοδιωκτισμού, ένα μνημείο για τα κατορθώματα ευγενών (όχι ευγενικών -διευκρινίζουμε- αλλά αρχοντογεννημένων) κλεφτών.
Τα πόδια μου είχαν κουραστεί απ' το πολύ περπάτημα μέσα στο μουσείο. Πολλά τα έβλεπα βιαστικά γιατί είχαν περάσει ώρες πολλές κι ήθελα να δώ όσο το δυνατόν περισσότερα. Μέσα σε λίγη ώρα περιπλανήθηκα απ' τον καιρό των Ρωμαίων στο Μεσαίωνα και πάλι πίσω στην αρχαία Βαβυλώνα. Ο μίτος είχε τυλιχτεί πια σ' ενα ακατάστατο κουβάρι κι εγώ ακόμα προχωρούσα. Είχα αφήσει το καλύτερο για το τέλος. Μπήκα λοιπόν στη πτέρυγα που έχουν αφιερωμένη στην αρχαία Ελλάδα και έφτασα στην αίθουσα του Παρθενώνα.
Τα πόδια μου είχαν κουραστεί απ' το πολύ περπάτημα μέσα στο μουσείο. Πολλά τα έβλεπα βιαστικά γιατί είχαν περάσει ώρες πολλές κι ήθελα να δώ όσο το δυνατόν περισσότερα. Μέσα σε λίγη ώρα περιπλανήθηκα απ' τον καιρό των Ρωμαίων στο Μεσαίωνα και πάλι πίσω στην αρχαία Βαβυλώνα. Ο μίτος είχε τυλιχτεί πια σ' ενα ακατάστατο κουβάρι κι εγώ ακόμα προχωρούσα. Είχα αφήσει το καλύτερο για το τέλος. Μπήκα λοιπόν στη πτέρυγα που έχουν αφιερωμένη στην αρχαία Ελλάδα και έφτασα στην αίθουσα του Παρθενώνα.
Αναστέναξα. Ήταν ώρα να φύγω, το μουσείο θα έκλεινε μετά από λίγο. Έμεινα για λίγο ακόμα και τα κοίταζα. Ένας υπάλληλος μας ανακοίνωσε ότι το μουσείο είχε κλείσει. Μετά απο λίγο, σκέφτηκα, τα φώτα θα σβήσουν και το μάρμαρο θα γίνει πάλι μια σκιά, κλεισμένη στην αποστειρωμένη φυλακή της. Αύριο θα το θαυμάσουν οι επόμενοι. Θα σκεφτούν άραγε παρόμοια πράγματα μ' εμενα;
Μικρός, ενθουσιάστηκα όταν είδα το λιοντάρι στο τσίρκο. Τώρα καταλαβαίνω ότι αυτό που είδα τότε δεν ήταν ο βασιλιάς των ζώων αλλά ο άθλιος δούλος ενός ανθρώπου. Τώρα πια καταλαβαίνω ότι μια καρφιτσωμένη πεταλούδα δεν είναι παρά μια όμορφη μούμια στη βιτρίνα. Τα λάφυρα μπορεί να είναι όμορφα...

Αν μη τι άλλο, θαύμασα την τέχνη των αρχαίων και την υπομονή και επιμονή τους να βγάλουν απ' το μάρμαρο την μορφή του ανθρώπου, να κάνουν την πέτρα κορμί και να δώσουν ένα πρόσωπο στο θεό τους. Όμως δεν μπόρεσα να συγκινηθώ. Ήταν αδύνατον βλέποντας τα εκεί μέσα. Θυμίζαν ξεχασμένους ένοικους ενός γηροκομείου που δεν έχουν πια τίποτε να περιμένουν...
Κ
ΥΓ. Το κειμενάκι αυτό γράφτηκε το Δεκέμβριο μετά από την εν λόγω επίσκεψη.
2 σχόλια:
Πολύ όμορφη η ξενάγηση σου.
Τώρα πια καταλαβαίνω ότι μια καρφιτσωμένη πεταλούδα δεν είναι παρά μια όμορφη μούμια στη βιτρίνα.
χμμ...
οντως παει της αναρτησης η μουσική!
Δημοσίευση σχολίου
Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!